- κερδαντέον
- κερδαντέοςto be used profitablymasc acc sgκερδαντέοςto be used profitablyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερδαντέος — κερδαντέος, α, ον (Α) [κερδαίνω] αυτός που πρέπει να κερδίζεται, να χρησιμοποιείται επωφελώς, επικερδώς («κερδαντέον τὸ παρόν» πρέπει να χρησιμοποιούμε επωφελώς το παρόν, Μάρκ. Αντ.) … Dictionary of Greek